Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Με τις πόρτες ... κλειστές!

Στο μυθιστόρημά του «Με τις πόρτες ανοιχτές» ο Ίαν Ράνκιν ξεφεύγει με εξαιρετική επιτυχία από το γνωστό μοτίβο των ιστοριών του με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Ρέμπους. Εκείνο που με εντυπωσίασε, όταν για πρώτη φορά άνοιγα το εσώφυλλο του βιβλίου, ήταν μια φράση γραμμένη με πορτοκαλί γράμματα: «Για το σωστό άνθρωπο όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές…»!
Κι ενώ ο συγγραφέας ισχυρίζεται αυτό την ίδια στιγμή ο σύγχρονος κόσμος βρίσκεται σε αδιέξοδο βλέποντας γύρω του όλες τις πόρτες κλειστές. Το κυριότερο είναι ότι εκείνοι που βιώνουν εντονότερα αυτό το κλειστοφοβικό σκηνικό και τις παρενέργειές του είναι οι νέοι. Το περίεργο είναι ότι όσοι θα μπορούσαν να αλλάξουν το σκηνικό (που οι ίδιοι έστησαν) στέκονται αποσβολωμένοι αδυνατώντας να διατυπώσουν και την παραμικρή ουσιαστική πρόταση. Μέθοδοι ξεπερασμένες, καταδικασμένες εκ των προτέρων σε παταγώδη αποτυχία προωθούνται με τυμπανοκρουσίες για να διαψεύσουν γρήγορα και απροκάλυπτα τις προσδοκίες των εμπνευστών τους.
Οι κοινωνίες θα συνεχίσουν να κινούνται ανάμεσα στα συντρίμμια της οικονομικής κρίσης, οι πολίτες τους θα συνεχίσουν να μεμψιμοιρούν και οι νέοι θα συνεχίσουν να συναντούν πόρτες κλειστές, όσο αρνούμαστε να δεχτούμε και άρα να διορθώσουμε δυο πράγματα.
Το ένα έχει να κάνει με τη ρίζα του κακού. Και η ρίζα του κακού βρίσκεται στο λάθος δρόμο που ακολούθησε η παγκοσμιοποίηση. Με σύνθημα «όλα για την κατανάλωση» οι αγορές δέχτηκαν μια σειρά στρεβλώσεων που λειτούργησαν σαν ντόμινο. Αδιαφορώντας για την έννοια της δημοκρατίας οι αγορές έψαξαν και εντόπισαν χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό με στόχο την παραγωγή πιο φτηνών προϊόντων. Και γιατί στις χώρες αυτές το εργατικό δυναμικό είναι φτηνότερο; Απλούστατα επειδή οι αρχές της δημοκρατίας αποτελούν κάτι άγνωστο γι αυτές και άρα ο άνθρωπος εκεί είναι εξαιρετικά ευάλωτος σε κάθε μορφής εκμετάλλευση.
Αποτέλεσμα; Επιχειρήσεις και εργοστάσια μαζικά εγκατάλειψαν τον αναπτυγμένο κόσμο και τους εργάτες τους και να εγκαθίστανται στην Κίνα και σε άλλες εξίσου … δημοκρατικές χώρες όπου η εκμετάλλευση ανθούσε. Αυτό βέβαια ήταν λογικό να σημάνει έκρηξη της ανεργίας στις δυτικές κοινωνίες κι αυτή με τη σειρά της την εφαρμογή μιας σειράς ανορθόδοξων λύσεων. Η κατάσταση που ερχόταν φώναζε από μακριά αλλά οι περισσότεροι έκλειναν τα αφτιά τους αρνούμενοι να αποδεχτούν το αυτονόητο.
Η λογική λέει κάτι απλό. Το παιχνίδι που έχει στηθεί στην παγκόσμια σκακιέρα πρέπει να γίνει με ίσους όρους για όλους. Όποιος θέλει να παίξει είναι καλοδεχούμενος αρκεί να ακολουθήσει απλούς κανόνες δημοκρατίας και ανθρωπισμού. Αν μια χώρα αρνείται να σεβαστεί και τα βασικά ακόμα δικαιώματα των εργαζομένων, δεν μπορεί να έχει θέση στην παγκόσμια αγορά. Ο ανταγωνισμός πρέπει να υπάρχει, μάλλον θα είναι σκληρός αλλά δεν μπορεί παρά να είναι δίκαιος. Χωρίς ανθρώπους δε νοείται οικονομία (μάλλον δε νοείται τίποτα) αλλά κάποιοι αδυνατούν να το αντιληφθούν. Η οικονομική, συναισθηματική και σωματική εξόντωση του ανθρώπου εγγυάται ένα και μόνο παγκοσμίως: Οι πόρτες θα παραμένουν κλειστές για όλο και περισσοτέρους.
Η λύση είναι εξαιρετικά απλή. Επιβολή σεβασμού κοινών κανόνων και άρα ισότητα. Ο ανταγωνισμός που βασίστηκε στην ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση δοκιμάστηκε και απότυχε. Ο ανταγωνισμός μπορεί να έχει μόνο ποιοτικά κριτήρια. Άρα πάμε για άλλα. Κι εδώ εμφανίζεται ένα δεύτερο (το σημαντικότερο) πρόβλημα που πρέπει να διορθωθεί. Ποιοι θα μας οδηγήσουν σ’ αυτά τα άλλα; Ποιοι θα ξεκλειδώσουν τις κλειστές πόρτες, όχι σε εθνικιστικά δεδομένα ενός θλιβερού παρελθόντος αλλά σε σύγχρονα παγκοσμιοποιημένα, ανθρώπινα πρότυπα; Αυτοί λοιπόν, απλώς δεν υπάρχουν και δεν υπάρχουν επειδή το σύστημα δε φρόντισε να τους δημιουργήσει ή σε άλλες περιπτώσεις τους έχει αποκλείσει.
Στηριγμένοι σε πρακτικές ποσοτικές παρά ποιοτικές δημιουργήσαμε έναν κόσμο στα πρότυπα της βιομηχανικής παραγωγής. Τεχνοκράτες που μπορούσαν να λειτουργούν μηχανικά κατάκλυσαν κάθε χώρο και θέση. Άνθρωποι που έμαθαν να λειτουργούν απολύτως τυποποιημένα, χωρίς πρωτοτυπία, χωρίς φαντασία, χωρίς να μπορούν να ξεφύγουν από θεσπισμένους κανόνες λήψης αποφάσεων κυριάρχησαν προς μεγάλη χαρά ενός συστήματος που μπορούσε να δημιουργήσει τέτοιους μαζικά. Άνθρωποι που δέχτηκαν και αναπαράγουν τυποποιημένη, απλή και εύκολα κατανοητή γνώση και παιδεία είναι εύκολο να διαμορφωθούν και μάλιστα με φτηνές όσο και απαρχαιωμένες μεθόδους. Αυτοί είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι όσο ο κόσμος κινείται σε δεδομένες και άρα προβλέψιμες πορείες. Διαφορετικά…
Σήμερα, δυστυχώς γι αυτούς, ο κόσμος τελείως απρόβλεπτα(;) εγκατάλειψε τις φωτεινές λεωφόρους του πρόσφατου παρελθόντος και κινείται σε ατραπούς που ελάχιστα είχαν προβλεφθεί. Οι τεχνοκράτες δεν είχαν προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν (δεν μπορούσαν να το διανοηθούν) πώς φτάσαμε μπροστά σε πόρτες κλειστές. Πολύ περισσότερο δε διαθέτουν τα κλειδιά για να τις ανοίξουν. Η παντοδυναμία τους, η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία τους σε πολιτικές και οικονομικές θέσεις κράτησε ελάχιστα. Τώρα δέχονται πυρά από παντού και δεν είναι μακριά η στιγμή που οι λαοί θα απαιτήσουν, ίσως με ελάχιστα ειρηνικό τρόπο, την απομάκρυνσή τους από θέσεις εξουσίας.
Ωραία ήταν όσο οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Κανείς βέβαια, δεν ήθελε καν να σκεφτεί το ενδεχόμενο κάποια στιγμή να κλείσουν. Και τώρα κανείς δε θυμάται πού βρίσκονται τα κλειδιά. Είναι άσχημο να βρίσκει κάποιος όλες τις πόρτες κλειστές αλλά του μένει ένα μόνο να κάνει. Πρέπει να βρει τα χαμένα κλειδιά ή τους κατάλληλους ανθρώπους. Ανθρώπους που μπορούν να λειτουργήσουν έξω από τα δεδομένα και να εντοπίσουν ποιες πόρτες και με ποιο τρόπο πρέπει να ανοίξουν. Εναλλακτικό σενάριο δεν υπάρχει. Σε κάθε άλλη περίπτωση οι πόρτες θα παραμένουν κλειστές!

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Τι είχε πάρει μαζί του ο Οδυσσέας;

Την ώρα που πρέπει να ταξιδέψω με τη μάνα μου για το χωριό, όπου κάθε χρόνο περνάμε ένα κομμάτι των διακοπών μας, γνωρίζω ένα πράγμα. Γνωρίζω ότι θα ζήσω μια «Οδύσσεια». Μη φανταστείτε ότι πρόκειται για πολύωρο ταξίδι. Μη φανταστείτε ότι το χωριό είναι απομονωμένο και δύσβατο. Όχι, το Νεραϊδοχώρι βρίσκεται σίγουρα σε ορεινή περιοχή -1200 υψόμετρο- αλλά λόγω συγκυριών είχε την τύχη να αποτελέσει από νωρίς κομμάτι του πολιτισμού με άνετο δρόμο ακόμα και το καταχείμωνο, όταν το χιόνι σκεπάζει τα πάντα.
Ενώ στο ομηρικό έπος το επίκεντρο βρίσκεται το ταξίδι της επιστροφής του ήρωα, η δική μου «Οδύσσεια» έχει αιτία διαφορετική. Αιτία είναι η μάνα μου και η αντίληψή της για το τι πρέπει ένας άνθρωπος να παίρνει μαζί του στις διακοπές. Εκεί έγκειται η δική μου «Οδύσσεια». Εγώ το είχα καταλάβει από μέρες ότι το παραμικρό δε θα άλλαζε και πάλι. Η μάνα μου έκανε απέλπιδες προσπάθειες να βρει κάποιον άλλον να τη μεταφέρει. Προσέγγισε την αδερφή μου, το γαμπρό μου, τη γυναίκα μου, μάλλον και αρκετούς άλλους που δε γνωρίζω, προσπαθώντας να με αποφύγει όπως ο ακατονόμαστος το λιβάνι. Με θεωρεί άνθρωπο που αγνοεί την υπομονή ακόμα και ως λέξη και συχνά βρίσκει τις αντιδράσεις μου υπερβολικές. Δε θα μείνω βέβαια, σ’ αυτήν την εσφαλμένη μητρική άποψη. Το θέμα είναι ότι οι συγκυρίες την ανάγκασαν να αποδεχτεί ότι μαζί μου θα έκανε και φέτος το ταξίδι, γεγονός που προκάλεσε και στους δυο μας πανικό.
Η μάνα μου -φαντάζομαι και πολλοί άλλοι της γενιάς της- έχει αποφασίσει ότι ένα ταξίδι για να το ευχαριστηθείς δεν πρέπει να είναι άνετο. Δηλαδή, όταν ταξιδεύει και κάθεται άνετα, χωρίς να την περιορίζουν βαλίτσες, σάκοι, σακούλες και σακουλάκια, πιστεύω ότι δεν το θεωρεί ταξίδι. Κάποτε πίστευα ότι αυτό γινόταν επειδή ήθελε να ενισχύσει τη φαντασία μου υποχρεώνοντάς με να εντοπίζω χώρους για να βολέψω όλη την πραμάτεια της. Τώρα πια ξέρω ότι δε γίνεται γι αυτό. Κάπως έτσι και φέτος -επιστρατεύοντας τεχνικές εφάμιλλες του πολυμήχανου Οδυσσέα- αναγκάστηκα να ταχτοποιήσω βαλίτσες με ρούχα (αναγκαία) αλλά και σακούλες με ντομάτες, πατάτες, φρούτα, οδοντογλυφίδες, λάδι, αναψυκτικά, καφέδες, χαρτοπετσέτες, ζάχαρη, οδοντόκρεμες, κουτιά με γλυκά, απορρυπαντικά... Φέτος μάλιστα, ξεπερνώντας κάθε δικό της όριο και μάλλον προσπαθώντας να ανακαλύψει τα δικά μου η αθεόφοβη προχώρησε λίγο ακόμα. Αν έχετε το Θεό σας, θεώρησε αναγκαίο να κουβαλήσουμε ένα φαράσι (ε βρε παιδάκι μου, αυτό που είχαμε έσπασε!) αλλά και ένα πατάκι για την εξώπορτα (πού να βρεις τόσο ανθεκτικό και απορροφητικό πατάκι εκεί επάνω;)!!!
Μάταια προσπάθησα να την πείσω ότι δεν είναι αναγκαίο κάθε χρόνο να μεταφέρουμε όλα αυτά τα αγαθά από τον κάμπο στο βουνό. Ό,τι είπα πέρασε και δεν ακούμπησε. Για μια ακόμα φορά δεν έλεγε να καταλάβει ότι τα σούπερ μάρκετ και εμπορικά της περιοχής μπορούν να καλύψουν κάθε ανάγκη και έλλειψη που πιθανώς παρουσιαστούν. Αγύριστο κεφάλι! Ο ορισμός της συντηρητικής θεώρησης των πραγμάτων. Ο διάλογός μας, όπως και κάθε παρόμοιος, λόγω έλλειψης λογικών επιχειρημάτων από μέρους της, κατάληξε σε ό,τι «μου τη δίνει» αφόρητα: «Καλά, εγώ έτσι έμαθα! Δε θα αλλάξω τώρα, επειδή το θέλεις εσύ»!
Μάλιστα. Όταν ακούω αυτό το «έτσι μάθαμε», πετάω την πετσέτα στο τερέν και σηκώνω τα χέρια ψηλά. Παραδίνομαι. Η μάνα μου, βέβαια, δικαιολογείται ως ένα βαθμό και όχι γιατί μάνα είναι μόνο μία ούτε γιατί αποτελεί τον ορισμό της μάνας που γίνεται θυσία. Ανήκει σε μια γενιά που έζησε με σημαντικές ελλείψεις και σίγουρα μακριά από τις σημερινές ανέσεις, όχι μόνο στη μετακίνηση αλλά και σε άλλα. Η γενιά της, εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν, οργάνωσε έναν αξιοθαύμαστα ευρηματικό τρόπο ζωής που, όμως, σήμερα μόνο δυσχέρειες προκαλεί αλλά είναι απίθανο να εγκαταλειφτεί. Ήταν λογικό στο παρελθόν η μετακίνηση στο χωριό να φέρνει σε κάτι από … ξεριζωμό. Έλλειψη μέσων μεταφοράς, κακή κατάσταση οδικού δικτύου και περιορισμένη ανάπτυξη της αγοράς στην ύπαιθρο καθιστούσαν τη μετακίνηση μια πραγματική «Οδύσσεια».
Η μητέρα μου και η γενιά της έζησαν συνταρακτικές μεταβολές και ασύλληπτους ρυθμούς προόδου. Κατάφεραν να προσαρμοστούν σε αρκετά αλλά μέχρι ενός σημείου. Τους φαίνεται παράλογο και μάλλον ανήθικο να εγκαταλείψουν ό,τι όρισε τη ζωή τους στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο το αντιμετωπίζουν ως μορφή προδοσίας ακατανόητης για μένα. Προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό ό,τι μπορούν. Νιώθουν ότι έτσι κρατούν ζωντανό τον κόσμο τους κι ότι μένουν δεμένοι με αυτόν. Νιώθουν ότι κάποιες συνήθειες, όσο επώδυνες κι αν είναι πια για τους υπολοίπους και για τους ίδιους, είναι οι ρίζες τους σε ένα παρελθόν που ξέρουν πολύ καλά ότι χάθηκε αλλά αρνούνται να αποδεχτούν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, όσο κι αν με εκνευρίζει, είμαι ανεκτικός με τη μητέρα μου και τη γενιά της ενώ δε δίνω δεκάρα και σιχαίνομαι ανθρώπους νεότερους που χωρίς να έχουν ζήσει τίποτα από το παρελθόν, προσπαθούν να το συντηρήσουν, χωρίς να τους δένει κάτι με αυτό, επειδή έτσι τους … παραδόθηκε. Με αυτούς, όμως, που τους θεωρώ απλώς βαρίδια που δυσκολεύουν την προσαρμογή της κοινωνίας στα νέα δεδομένα δεν έχω ούτε το χώρο ούτε τη διάθεση να ασχοληθώ.
Άλλωστε λίγες μόλις ώρες πριν κατάφερα ζώντας μια «Οδύσσεια» να βρω χώρο στο αυτοκίνητο για να βολέψω όσα η μάνα μου θεωρεί αναγκαία! Μάλιστα, αυτή τη φορά τα κατάφερα εκπληκτικά, αφού κανείς από τους επιβαίνοντες δε χρειάστηκε να έχει στα πόδια του ούτε κουτί με τσίχλες. Η άνεση αυτή, όμως, ελάχιστα εκτιμήθηκε από τη μάνα μου, η οποία ρισκάροντας μια έκρηξή μου και ενώ ταξιδεύαμε, με ρώτησε: «Αφού έχουμε χώρο, μήπως να παίρναμε και κανένα καρπούζι»; Δεν έδωσα σημασία και φυσικά δεν πήραμε καρπούζι. Δεν μπήκα καν στον κόπο να της εξηγήσω ότι το χωριό διαθέτει πλέον και ασύρματο internet! Εκείνη τη στιγμή απλώς σκεφτόμουν: αν για λίγες μέρες διακοπών ξεπατώθηκα για να ταχτοποιήσω ένα σκασμό πράγματα, εκείνος ο έρμος ο Οδυσσέας, όταν ξεκινούσε για την Τροία, τι να είχε πάρει μαζί του;