Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά…

Απελπισία!!! Αν με μια λέξη προσπαθούσα να χαρακτηρίσω την κατάσταση, θα ήταν αυτή (εννοώ την πρώτη λέξη του κειμένου μου που είναι η «απελπισία»). Μου φαίνεται ότι όσο κι αν το παλέψει κανείς, δύσκολα θα την αποφύγει την κατάθλιψη. Λες και το Σύμπαν ολόκληρο έχει βαλθεί να ξεκάνει το περιούσιο και περίλαμπρο έθνος μας. Η μόνη περίπτωση να τη γλιτώσουμε και να τη βγάλουμε καθαρή είναι ένα θαύμα σαν κι αυτά που βρίσκει κανείς στους «βίους αγίων», στην Παλαιά αλλά και στην Καινή Διαθήκη. Σε κάθε άλλη περίπτωση τη βάψαμε.
Ακόμα και οι απλές καθημερινές συνήθειες του πολύ πρόσφατου παρελθόντος μας έχουν καταλήξει πλέον πιο επικίνδυνες κι από το Δαίμονα της Τασμανίας. Μέχρι και τον Αύγουστο που μας πέρασε όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Βγαίναμε με φίλους, διαβάζαμε εφημερίδα, αγοράζαμε βιβλία, κάναμε βόλτα στην αγορά. Γενικά το διασκεδάζαμε το πράγμα χαλαρά και όμορφα. Βέβαια, όλοι ξέρουμε ότι μέχρι και τον Αύγουστο όλα ήταν εντάξει. Ούτε κρίση είχαμε ούτε τίποτα. Η κρίση, όπως πολύ καλά ήδη γνωρίζαμε, ήρθε το Σεπτέμβριο. Έτσι άλλωστε είχε προβλέψει ο Νοστράδαμος, ο Κοσμάς ο Αιτωλός και άλλοι πολλοί, πιο σύγχρονοι προφήτες. Ήρθε η κρίση και κάθισε στο σβέρκο μας σαν μια γερή κατραπακιά. Είδαμε τον ουρανό σφοντύλι! Όλα όσα μέχρι πρότινος θεωρούσαμε απλά, δεδομένα και ανθρώπινα εξαφανίστηκαν τόσο μαγικά, όσο κι ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, ο γνωστός θαυματοποιός.
Κοιτάζω πλέον τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και σφίγγεται η ψυχή μου. «Η κρίση θα κρατήσει χρόνια», «Η Ελλάδα οδηγείται σε πτώχευση», «Ψαλίδι σε μισθούς και συντάξεις», «Με λουκέτο κινδυνεύουν χιλιάδες επιχειρήσεις», «Κι άλλος θάνατος από το κουνούπι του Νείλου», «Αισιόδοξος ο πρωθυπουργός για το μέλλον…»!!! Λες και όλα αυτά πρέπει να διαθέτει κανείς την ευστροφία του Αϊνστάιν για να τα ξέρει, λες και πρέπει να διαθέτει κληρονομικό χάρισμα ενόρασης για να γνωρίζει ότι η κρίση δηλώνει πλέον μόνιμος κάτοικος Ελλάδας. Ή μήπως είναι καινούριο φρούτο το ότι η χώρα μας οδηγείται σε πτώχευση; Δηλαδή, κάποια άλλη στιγμή οδηγιόταν στον πλούτο και στην ανάπτυξη και τώρα ξαφνικά έχασε το δρόμο και παραστράτησε; Μα αυτό δε λέγεται ενημέρωση, σαδισμός λέγεται και μάλιστα στη χειρότερη ιστορικά μορφή του. Τέτοιο ζήλο να μας υπενθυμίζουν συνεχώς από τη μια, το χάλι μας και από την άλλη, την αφασία του πολιτικού κόσμου δεν έχω ξαναδεί!
Κι άντε οι δημοσιογράφοι ξέρουν ότι το δράμα πουλάει οπότε και το … πουλάνε σε υπερβολικές δόσεις. Όσο όμως κι αν ψάξει κανείς, παρηγοριά δε βρίσκει. Μπαίνω σε βιβλιοπωλεία για να δω αν «παίζει» κάτι αισιόδοξο, ελπιδοφόρο και χαρούμενο εκεί και κόβεται η ανάσα μου. Τι τίτλοι είναι αυτοί που έχουν κατακλύσει τα ράφια; «Μαύρος είναι ο χειμώνας που γεννήθηκες», «Αγαπώ σημαίνει χάνομαι», «Το τελευταίο τσιγάρο», «Η ταπείνωση», «Νηπενθές», «Βοήθημα Μαθηματικών Γ΄ Λυκείου»!!! Μη χειρότερα! Σε βιβλιοπωλείο μπήκα ή στο μαγαζί του μανιακού δολοφόνου με το πριόνι; Τι σόι άνθρωπος αυτή την περίοδο θα αγοράσει και θα διαβάσει βιβλίο με τίτλο «Νηπενθές»; Αμ δε ρίχνει κατευθείαν μια αυτοκτονία να ησυχάσει άπαξ; Δηλαδή, το μόνο που λείπει είναι να επανεκδοθούν το «Χωρίς Οικογένεια», οι «Άθλιοι», ο «Όλιβερ Τουίστ», τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», ο «Ο Θάνατος του Εμποράκου» και άλλα κλασικά δακρύβρεχτα δράματα. Μα αν δεν μπορώ να βρω παρηγοριά, στήριξη, αισιοδοξία και δύναμη ούτε στην Τέχνη, πού θα τη βρω; Αν η Τέχνη αδυνατεί να μας βοηθήσει να ονειρευόμαστε, ποιος στο καλό θα το κάνει; Οι πολιτικοί θα το κάνουν; Σιγά και μην…
Και εντάξει, να μην τα ισοπεδώνω όλα, γιατί κάποιοι πολιτικοί με πρώτο και καλύτερο τον πρωθυπουργό μας το πάλεψαν. Θυμηθείτε την προεκλογική ατάκα του πρωθυπουργού, πριν γίνει πρωθυπουργός: «Λεφτά υπάρχουν»! Και να το όνειρο, να η ελπίδα, να η αισιοδοξία, να και η ψήφος. Και άντε να τον βγάλουμε το Γιώργο το λεβέντη για να μας πει κι εμάς πού είναι κρυμμένα τα λεφτά, μπας και δούμε άσπρη μέρα. Κάπως έτσι την πατήσαμε. Γιατί μπορούσα εγώ, ο απλός πολίτης, να σκεφτώ ότι κοτζάμ άντρας έλεγε ψέματα; Δηλαδή, και σύνθετος πολίτης να ήμουν, τέτοιο πράγμα δε θα περνούσε από το μυαλό μου. Πού να το φανταστώ κι εγώ και πολλοί άλλοι ότι όταν ο νυν πρωθυπουργός έλεγε ότι «λεφτά υπάρχουν» εννοούσε ότι λεφτά υπάρχουν αλλά δεν τα έχουμε εμείς αλλά το ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή και η Παγκόσμια Τράπεζα; Αμ αυτό το γνώριζε και η κουτσομούρα που έφαγα προχθές.
Εδώ που τα λέμε τώρα, οι μόνοι που δεν πρέπει να έχουν καταλάβει ακόμα ότι τα λεφτά τελικά δεν τα έχουμε εμείς είναι αυτοί που κατακλύζουν ολημερίς και ολονυχτίς τα «καφέ» και χαζολογάνε μέσα στην αφασία. Αυτοί σίγουρα ζουν στην κοσμάρα τους και περιμένουν τη στιγμή που η κυβέρνηση θα ξετρυπώσει τα λεφτά αρχίζοντας τη μοιρασιά αδιακρίτως. Δεν εξηγείται αλλιώς να κάθονται ο ένας επάνω στον άλλο, να κοντεύουν να πάθουν ασφυξία και να χαίρονται κιόλας πληρώνοντας τον καφέ χρυσάφι και το ποτό μάλαμα!
Πάντως και τελικά, νομίζω ότι αυτοί οι αφασίες είναι πολύ καλύτεροι από όλους τους άλλους που έχουν κάνει την κρίση σημαία και την περιφέρουν όλο καμάρι δεξιά κι αριστερά και στο κέντρο. Δεν τολμάς πια να ρωτήσεις κάποιον «τι κάνεις;» ή «πώς πάει;». Ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάθλιψης ακόμα κι εκεί. Η απάντηση δεδομένη: «Έλα μωρέ, τι να κάνω; Κρίση»!!! Μια τρέλα. Και οι περισσότεροι από αυτούς νιώθουν χάλια όχι γιατί η κρίση σε κάτι τους επηρέασε αλλά γιατί απλώς τους είπαν ότι … υπάρχει και είναι κάτι κακό! Αν, δηλαδή, αύριο βγει κάποιος και ανακοινώσει ότι φτάνουμε στο τέλος της κρίσης, όλοι αυτοί θα αρχίσουν και πάλι να ξοδεύουν και να είναι μέσα στην τρελή χαρά σα να μη συμβαίνει τίποτα! Δεν το χωράει ο νους μου αυτό που έπαθε ο τόσο λεβέντικος και ζουμπουρλούδικος λαός μας. Εμείς που χτίσαμε τον Παρθενώνα κι ένα σωρό αυθαίρετα, να μην μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι!!! Μωρέ καλά το λέει το άσμα, «μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» και δυστυχώς μαύρη είναι και στους κάμπους, να συμπληρώσω εγώ! Γλυτωμό δεν έχουμε πουθενά!

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Οι πρώτες λέξεις...

Σε λίγες μέρες, τα σχολεία (που είναι η παιδεία) ανοίγουν τις πόρτες τους για να υποδεχτούν τους μαθητές. Τα φροντιστήρια (που είναι η παραπαιδεία) ήδη το έχουν κάνει. Θα μπορούσα με ιδιαίτερη ευκολία να γράψω ένα κείμενο συγκινητικό που θα σας προκαλούσε θλίψη, πλάνταγμα στο κλάμα και βαθείς αναστεναγμούς από το συναίσθημα. Θα αναφερόμουν στη ζωντάνια που θα αποκτήσουν οι άδειοι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού χώροι, στις χαρούμενες παιδικές και εφηβικές φωνές που θα ξαναζωντανέψουν τα, για πολλούς(!) μήνες, νεκρά κτήρια. Θα περιέγραφα με τρόπο γλαφυρό τα συναισθήματα όσων παιδιών για πρώτη φορά θα διαβούν το κατώφλι της γνώσης κι εκείνων που θα ξαναβρούν φίλους, παρέες, καινούρια πρόσωπα, δασκάλους. Λοιπόν, όσο το σκέφτομαι, θα μπορούσα να σας κάνω να ρίξετε τόσο δάκρυ που θα λύναμε μια και καλή το πρόβλημα της έλλειψης νερού που ταλανίζει τον πλανήτη.
Θα μπορούσα αλλά δε θα το κάνω. Εκείνο που σκεφτόμουν προσωπικά είναι το πόσο σημαντική είναι η εναρκτήρια μέρα της σχολικής χρονιάς (κάθε σχολικής χρονιάς) για το μέλλον των παιδιών και άρα της κοινωνίας μας. Σκεφτόμουν πόσα χάνουμε και πόσα θα μπορούσαμε να κερδίσουμε από την ποιότητα και το περιεχόμενο αυτής της πρώτης μέρας. Και μάλιστα χωρίς ο προϋπολογισμός του υπουργείου παιδείας να αυξηθεί στο ελάχιστο.
Έχω στο μυαλό μου την εικόνα χιλιάδων μαθητών να μπαίνουν στις αίθουσες, να τραβολογιούνται προσπαθώντας να προλάβουν την αγαπημένη θέση τους, να μαλλιοτραβιούνται ώστε να βρεθούν στο ίδιο θρανίο με τον καλύτερο φίλο τους, να καθίσουν κοντά στην «έδρα», αν είναι φυτά ή μακριά της, αν πρόκειται για φυσιολογικά παιδιά. Γενικά έχω στο μυαλό μου έναν χαμό ικανό να τρελάνει ακόμα και ένα αναισθητοποιημένο μύδι! Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένας εκπαιδευτικός. Τα παιδιά παίρνουν τις θέσεις τους -εκτοξεύοντας ανήκουστες απειλές σε εκείνον που πρόλαβε να πιάσει τη θέση που ονειρεύονταν- η κατάσταση ηρεμεί και όλοι περιμένουν να καταλαγιάσει η ανυπόφορη σκόνη.
Ο εκπαιδευτικός παίρνει τη θέση του, καλωσορίζει τους μαθητές και τους εύχεται «καλή χρονιά». Η αμέσως επόμενη στιγμή είναι καθοριστική. Από την επιλογή του τρόπου με τον οποίο ο εκπαιδευτικός θα χαριεντιστεί ή θα προσεγγίσει τους παλιούς και καινούριους μαθητές του κρίνονται σε μεγάλο βαθμό τα πάντα. Το μέλλον, η ποιότητα, οι επιλογές των μαθητών ακόμα και η πορεία της χώρας μας για τις επόμενες δεκαετίες.
Αν ο εκπαιδευτικός στρέψει ή επιτρέψει η κουβέντα να στραφεί γύρω από τις εξελίξεις στο ποδοσφαιρικό στερέωμα, στη μεταγραφή του Στραβοκάνη, στο τηλεοπτικό σύμπαν, στο νέο cd της Κούλας Μπούλας ή σε άλλα απύθμενης βλακείας θέματα, τότε το παιχνίδι θα έχει χαθεί. Οι πιο βαρετοί μαθητές -άτομα χωρίς ουσιαστικά ενδιαφέροντα- θα αποκτήσουν φωνή και θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι στην πλάνη ότι το «τίποτα» σημαίνει «κάτι», θα συνεχίσουν να βρίσκουν ενδιαφέρουσα την ερώτηση: «τι ομάδα είσαι;», να πληροφορούνται για τα «επώνυμα» τηλεοπτικά ή άλλα σαχλοκούδουνα. Κάθε αναζήτηση που θα τους βελτίωνε θα πάει περίπατο και μάλιστα μακρινό. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι μαθητές που δε βρίσκουν ενδιαφέρον στην απλοϊκότητα της μπούρδας θα νιώσουν παρείσακτοι και μάλλον περίεργοι. Ο εκπαιδευτικός με την επιλογή ή την ανοχή του -αυτό είναι χειρότερο- θα έχει ωθήσει κάποια παιδιά σε πρακτικές που τα οδηγούν σε αδυναμία να κατανοήσουν ακόμα και ένα απλό κείμενο. Κάποτε θα το κάνει γιατί ο ίδιος αισθάνεται πιο άνετα ανάμεσα σε μαθητές χωρίς ουσιαστικές αναζητήσεις, προβληματισμούς και όνειρα. Παράλληλα, θα έχει περιορίσει μαθητές με ενδιαφέροντα και καλλιέργεια.
Ας αφήσουμε τέτοιες αίθουσες που για μια ακόμα χρονιά, μάλλον, θα αποτελέσουν την πλειονότητα κι ας μεταφερθούμε σε κάποιες άλλες που ελπίζω και εύχομαι να αυξηθούν. Σ’ αυτές μπαίνει ένας εκπαιδευτικός που έχει καταλάβει το ρόλο του και έχει αναλάβει την ευθύνη της βελτίωσης των παιδιών και της κοινωνίας μας. Ο εκπαιδευτικός χαμογελαστός περιμένει τα παιδιά να πάρουν τις θέσεις τους, τα καλωσορίζει και τους εύχεται τα καλύτερα. Αμέσως μετά αδιαφορεί για ερωτήσεις που στρέφονται σε απλοϊκά βαρετά θέματα, γεγονός που κάνει αρκετούς μαθητές να τα χάνουν και να σκέφτονται: «είναι δυνατόν να υπάρχει άνθρωπος που δε βρίσκει ενδιαφέρον και χαρά σε συζητήσεις για το ποδόσφαιρο και την τηλεόραση»; Ο εκπαιδευτικός έχοντας ήδη ανατρέψει το απλοϊκό Σύμπαν των περισσοτέρων, κοιτάζει τα παιδιά και με καλοσυνάτη περιέργεια τα ρωτάει: «Ποια βιβλία διαβάσατε το καλοκαίρι»;
Το φαντάζεστε; Κάποια -μάλλον λίγα- παιδιά που διάβασαν το καλοκαίρι θα νιώσουν άνετα, θα βρουν χώρο και στήριξη στον εκπαιδευτικό, θα αισθανθούν ότι δεν είναι «οι περίεργοι» και θα αρχίσουν να μιλούν για την εμπειρία τους. Θα βιώσουν την προσοχή, τη συμπάθεια, την αναγνώριση και τη συμπαράσταση του εκπαιδευτικού. Θα συνεχίσουν να διαβάζουν και να ασχολούνται με τα ενδιαφέροντά τους ακόμα πιο δυναμικά. Δε θα κρύβουν τις επιλογές τους με το φόβο της υποτίμησης από τους άλλους. Οι υπόλοιποι θα παρακολουθούν την κουβέντα λουφάζοντας στη γωνιά τους, θα καταλάβουν ότι ένα ολόκληρο καλοκαίρι δεν έκαναν το παραμικρό για την προσωπικότητά τους, δεν αφιέρωσαν τον ελάχιστο χρόνο σε κάτι που σίγουρα θα τους ωφελούσε και θα τους βοηθούσε στις μελλοντικές επιλογές τους. Κάποιοι από αυτούς θα προσπαθήσουν να υποτιμήσουν εκείνους που διάβασαν έστω και ένα βιβλίο. Αν ο εκπαιδευτικός επιμείνει στην επιλογή του, θα έχει βοηθήσει κάποια παιδιά να συνεχίσουν την προσπάθεια και θα έχει δείξει σε κάποια άλλα ότι το «τίποτα» δεν έχει πάντα πρωταγωνιστική θέση. Ίσως μάλιστα σπρώξει κάποια ακόμα παιδιά σε λίγο διαφορετικές αναζητήσεις.
Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να έχουν σημαντικό ρόλο στις επιλογές των παιδιών από την πρώτη κιόλας μέρα που θα ανοίξουν τα σχολεία. Αν θα διαιωνίσουν τη μετριότητα ή αν θα προκαλέσουν μια μικρή επανάσταση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από αυτό: τις πρώτες λέξεις τους προς τα παιδιά!