Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Αληθινά Χριστούγεννα

Το αχνοκίτρινο φως της λάμπας δημιουργούσε γαλήνια ατμόσφαιρα στο ζεστό δωμάτιο προκαλώντας παιχνιδιάρικες σκιές. Πυκνές νιφάδες χιονιού δημιουργούσαν μικρά, κατάλευκα βουναλάκια στο περβάζι του παραθύρου του. Κατάκοπος κάθισε στην καινούρια ξύλινη πολυθρόνα του γραφείου του. Κοίταζε σχεδόν με έκπληξη αγγίζοντας προσεκτικά το βιβλίο που είχε επιλέξει να αγοράσει από το βιβλιοπωλείο που είχε επισκεφτεί νωρίτερα εκείνο το απόγευμα. Η οθόνη του υπολογιστή απέναντί του παράμενε σκοτεινή. Αδυνατούσε να θυμηθεί πότε είχε καθίσει για τελευταία φορά σ’ αυτή τη θέση χωρίς να ανοίξει ταυτόχρονα και τον υπολογιστή με την αυτόματη κίνηση που έκανε πάντα. Είχε περάσει καταπληκτικά εκείνη τη μέρα. Είχε να ζήσει τόσα πολλά και τόσο έντονα, πολύ, μα πάρα πολύ καιρό. Ίσως όσα είχε ζήσει εκείνη τη μέρα, ήταν πολύ περισσότερα και σίγουρα πιο … πραγματικά από όλα όσα είχε ζήσει τα τελευταία χρόνια. Ένιωθε ευγνωμοσύνη για τη διακοπή του ηλεκτρικού!

Είχε μόλις επιστρέψει από το σχολείο του. Μπροστά του απλώνονταν οι πολυήμερες χριστουγεννιάτικες διακοπές. Τις περίμενε πώς και πώς. Είχε σκεφτεί με κάθε λεπτομέρεια τι θα έκανε και δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Ούτε πολύπλοκο ήταν. Υπολογιστής και Διαδίκτυο! Δυο εβδομάδες βουτηγμένος στο ψηφιακό σύμπαν. Δυο εβδομάδες απομονωμένος από τον πραγματικό κόσμο, τον οποίο θεωρούσε βαρετό, αγχώδη και κυρίως κοπιαστικό. Αφού μπορούσε να τα έχει όλα μπροστά του μέσα από μια οθόνη, πίστευε ότι δε χρειαζόταν οτιδήποτε άλλο. Επικοινωνούσε με τους ψηφιακούς φίλους του, έπαιζε μαζί τους παιχνίδια, δεχόταν και έστελνε πληροφορίες για ηλεκτρονικές διευθύνσεις που παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Κι όλα αυτά απλώς αγγίζοντας πλήκτρα. Σκεφτόταν ότι τον περίμεναν δυο υπέροχες ψηφιακές εβδομάδες.
Κι εκείνη τη στιγμή της ανείπωτης χαράς και του απόλυτου ενθουσιασμού συνέβη το τραγικά αναπάντεχο. Τα φώτα αρχικά τρεμόπαιξαν και τελικά έσβησαν αφήνοντας το σκοτάδι να επιβληθεί βίαια σκεπάζοντας σχεδόν τα πάντα. Σχεδόν. Η οθόνη του φορητού υπολογιστή παράμεινε ανοιχτή κι αυτό τον έκανε να νιώσει αγαλλίαση που, όμως, για κακή τύχη του δεν κράτησε πολύ. Η πρώτη ειδοποίηση για την μπαταρία που έπνεε τα λοίσθια δεν άργησε να κάνει απειλητικά την εμφάνισή της. Πανικός, απόγνωση, εκνευρισμός. Μα πώς φάνηκε τόσο ανόητος; Πώς δε σκέφτηκε να φορτίσει το μηχάνημα το πρωί φεύγοντας για το σχολείο; Ήξερε ότι δεν είχε πάνω από είκοσι λεπτά πριν σκοτεινιάσει και η οθόνη. Βιαστικά έστειλε μηνύματα σε ορισμένους φίλους του. Περίμενε… Καμιά απάντηση. Μάλλον κι εκείνοι αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα. Τι θα έκανε τώρα; Και πόσο θα κρατούσε αυτή η καταραμένη η διακοπή;
Το απαλό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις μαύρες σκέψεις του. Ήταν η μαμά που κρατούσε ένα κηροπήγιο. Το άφησε δίπλα του στο γραφείο. Μαζί άφησε και μερικά κεριά πληροφορώντας τον ότι το ρεύμα θα ερχόταν αργά το βράδυ. Του ανακάτωσε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά, του χαμογέλασε κι όλο συμπόνια τον ρώτησε τι θα έκανε.
Δεν ήξερε!
Δεν ήταν προετοιμασμένος για τέτοια καταστροφή. Άλλωστε δε διέθετε την εμπειρία για κάτι τέτοιο. Δηλαδή, τι μπορούσε να κάνει κάποιος χωρίς υπολογιστή; Θα μπορούσε να κατέβει στο κέντρο μια βόλτα. Εκεί τα πάντα λειτουργούσαν κανονικά. Τουλάχιστον έτσι του είχε πει η μαμά. Κάτι θα ήξερε αυτή. Ωραία, να πάει, αλλά τι θα έκανε εκεί; Να καθίσει στο σπίτι χωρίς υπολογιστή ούτε συζήτηση κι αυτό το διαολεμένο κινητό δε θα ήταν έτοιμο πριν την επόμενη μέρα. Αποκλεισμένος. Έτσι ένιωθε. Δεν καταλάβαινε ποιος και γιατί τον τιμωρούσε τόσο σκληρά, τόσο απάνθρωπα, τόσο ολοκληρωτικά. Θα έπεφτε σε κατάθλιψη. Με βαριά καρδιά ντύθηκε ζεστά, κοίταξε το πορτοφόλι του για χρήματα, φύσηξε απαλά το κερί για να σβήσει και έκλεισε πίσω του την πόρτα του δωματίου ρίχνοντας μια απελπισμένα πονεμένη ματιά στη σκοτεινή πια οθόνη του υπολογιστή.
Το χιόνι έπεφτε πυκνό. Το κατάλευκο τοπίο του έκανε εντύπωση. Κρύες νιφάδες έπεφταν στα μάγουλά του και στα ρούχα του και μετά από λίγο εξαφανίζονταν με τρόπο μαγικό. Παρατηρώντας το παιχνιδιάρικο στριφογύρισμά τους έφτιαχνε με τη φαντασία του εικόνες άλλοτε απειλητικές κι άλλοτε ευχάριστες. Είχε πολύ καιρό να φανταστεί εικόνες. Ο υπολογιστής τού τις έδινε πάντα έτοιμες. Συνειδητοποίησε ότι η κίνηση γύρω του γινόταν όλο και πιο έντονη. Τα πρώτα φώτα φάνηκαν στους δρόμους και τα μαγαζιά της πολύβουης αγοράς. Πλησίαζαν οι γιορτές και οι περισσότεροι έτρεχαν για τις τελευταίες αγορές. Δώρα, γλυκά, τρόφιμα, ρούχα.
Άνθρωποι κάθε ηλικίας περνούσαν δίπλα του. Στριμώχνονταν έξω από τις στολισμένες βιτρίνες, τον άγγιζαν. Στάθηκε παρατηρώντας τα πρόσωπά τους απορημένος. Μπορεί να ήταν και φόβος. Μερικοί από τους νεότερους ίσως ήταν «φίλοι» του στο Facebook σκέφτηκε, περισσότερο για να καθησυχάσει τον εαυτό του. Κι όμως, στον πραγματικό κόσμο ένιωθε και ήταν μόνος. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. Τι να έκανε; Μπορούσε να τους πλησιάζει και να τους ρωτά: δε μου λες, μήπως έχεις κάνει ποτέ «add» στην τάδε διεύθυνση ή μήπως στον ψηφιακό κόσμο κυκλοφορείς με το ψευδώνυμο «το νυχτολούλουδο»; Όχι, θα τον περνούσαν για τρελό και δεν είχε καμιά διάθεση να περάσει τις διακοπές του κλεισμένος σε κάποιο ίδρυμα για τέτοιους.
Αναστέναξε κι έστρεψε το βλέμμα στη βιτρίνα πίσω του. Συνειδητοποίησε ότι στεκόταν μπροστά σε ένα βιβλιοπωλείο. Κάθε είδους βιβλία στόλιζαν το δέντρο που υπήρχε μέσα από το τζάμι. Πολύχρωμα λαμπάκια αναβόσβηναν ανάμεσα σε cd, γιρλάντες, βιβλία, κουτιά με προγράμματα για υπολογιστές, παιχνίδια. Την προσοχή του τράβηξε ένα βιβλίο. Στο εξώφυλλό του δέσποζε το πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή. Ένιωσε οικεία. Ήταν του Κέβιν Μίτνικ. Ο Μίτνικ αποτελούσε κάτι ιερό για τον κυβερνοχώρο. Πασίγνωστος χάκερ που «πλήρωσε» τα κόλπα του με φυλάκιση. Χωρίς ιδιαίτερο κέφι, αποφάσισε να μπει μέσα για να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες.
Άνοιξε τη γυάλινη πόρτα. Ήθελε να περάσει απαρατήρητος. Δεν τα κατάφερε ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ένα καταραμένο κουδουνάκι έκανε τα πάντα για να ειδοποιήσει όλους για την είσοδό του. Κοίταξε τρομαγμένος γύρω του. Κανείς δε φαινόταν να έχει δώσει ιδιαίτερη σημασία στην είσοδό του. Τι κάνει κάποιος σε ένα … πραγματικό βιβλιοπωλείο; Μπορούσε να περιηγηθεί με άνεση σε κάθε ψηφιακό κατάστημα. Ακόμα και σε ψηφιακά βιβλιοπωλεία ήταν συχνός επισκέπτης. Αλλά εδώ; Σαστισμένος χρειάστηκε λίγη ώρα ώσπου να συνειδητοποιήσει το άγγιγμα στο μπράτσο του.
Γύρισε έκπληκτος για να αντικρίσει ένα χαμογελαστό πρόσωπο.
«Γεια σου, είμαι η Αλκμήνη κι αν δεν κάνω λάθος εσύ είσαι ο Νίκος, αν βέβαια δεν κυκλοφορείς με ψεύτικα στοιχεία στο Facebook. Το δικό μου, πάντως, είναι το πραγματικό όνομα»!Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Το πρόσωπό της κάτι του θύμιζε. Ναι, βέβαια! Ήταν η κοπέλα με την οποία συνομιλούσε πριν μερικές μέρες σε ένα forum από τα χιλιάδες που είχαν στηθεί στο Διαδίκτυο. Του είχε φανεί ενδιαφέρουσα και το όνομά της του είχε κάνει εντύπωση. Είχε αναζητήσει στο google τη σημασία του. «Αυτή που ακτινοβολεί», είχε βρει σε μια ιστοσελίδα. Καθόλου τυχαίο, σκέφτηκε. Είχε μείνει έκθαμβος. Την κοίταζε αποσβολωμένος. Ήταν πανέμορφη. Τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν με χάρη γύρω από το όμορφο πρόσωπό της, η λευκή επιδερμίδα της ακτινοβολούσε ανάμεσα στα χριστουγεννιάτικα στολίδια, το άρωμά της τον μεθούσε. Σίγουρα ήταν πολύ πιο όμορφη από ό,τι έδειχνε μέσα από τα pixels της οθόνης.
«Ε, τι έπαθες; Μύγα σε τσίμπησε ή μήπως είδες το φάντασμα των Χριστουγέννων»;Ήταν πολύ όμορφη και πολύ … αληθινή για να είναι φάντασμα.
«Εεε να, εγώ δεν»!
Ένιωθε βλαμμένος. Πού πήγε η άνεση που είχε κάθε που επικοινωνούσε, ακόμα και με καινούρια άτομα στο Διαδίκτυο;
Η Αλκμήνη τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Σε γνώρισα με το που σε είδα εδώ μέσα. Δεν πιστεύω να σε πείραξε που σου μίλησα. Μάλλον είσαι κι εσύ θύμα της διακοπής του ρεύματος, όπως και αρκετοί άλλοι. Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο εδώ μέσα ή κάνεις βόλτες μέχρι να επανέλθει το ρεύμα»;Της εξήγησε τι έψαχνε.
«Α, “Η τέχνη της απάτης”, εκπληκτικό βιβλίο. Το έχω διαβάσει. Πάμε να το βρούμε. Στηρίξου σε μένα, γνωρίζω καλά τα κατατόπια. Εγώ δε βρήκα αυτό που έψαχνα. Μου είπαν ότι θα το έχουν αύριο, οπότε πρέπει να ξανάρθω. Θα είσαι η καλή πράξη μου για σήμερα. Έλα από εδώ».Και πριν προλάβει να σκεφτεί το παραμικρό, ένιωσε το ζεστό χέρι της να πιάνει απαλά το δικό του και να τον τραβολογάει με άνεση ανάμεσα σε διαδρόμους γεμάτους βιβλία. Ένιωσε ρίγος κι όχι εξαιτίας των βιβλίων που τον περιτριγύριζαν. Όταν μιλούσαν τις προάλλες, αισθανόταν ωραία αλλά αυτό το άγγιγμα ήταν υπέροχο.
Η Αλκμήνη στάθηκε μπροστά σε ένα ράφι, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τράβηξε το βιβλίο που έψαχναν.
«Αυτό είναι» του είπε, «αν δε θέλεις κάτι άλλο πάμε στο ταμείο και μετά για καφέ εδώ δίπλα. Θα γνωρίσεις μερικούς από την παρέα με την οποία συνομιλούσαμε πριν λίγες μέρες. Μην ανησυχείς, κι εγώ πρόσφατα τους γνώρισα πραγματικά, είναι πολύ ενδιαφέροντες όλοι τους. Αξιόλογα άτομα, όχι τίποτα φρικιά που νιώθουν φυσιολογικά μόνο όταν βρίσκονται καλά κρυμμένα πίσω από την ανωνυμία που τους προσφέρει ο υπολογιστής».Αισθάνθηκε αμήχανος. Μήπως εννοούσε τον ίδιο; Μπα! Μπορεί να περνούσε αρκετές ώρες μπροστά στην οθόνη αλλά ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να κρύψει την ταυτότητά του. Δεν είχε φτάσει ακόμα σε τέτοια όρια ανασφάλειας.
Το ύφος της έδειχνε άτομο σίγουρο, δυναμικό. Η πιθανότητα να της φέρει κάποιος αντίρρηση μάλλον δεν περνούσε καθόλου από το μυαλό της. Χωρίς να αντιδράσει, βρέθηκε στο ταμείο να πληρώνει το βιβλίο ενώ η Αλκμήνη δίπλα του συνέχιζε να μιλάει ακατάπαυστα. Βγήκαν από το βιβλιοπωλείο στον κρύο αέρα. Τα μάγουλα της καινούριας φίλης του κοκκίνισαν κι αυτό την έκανε ακόμα πιο όμορφη. Τον έπιασε από το μπράτσο και άρχισαν να προχωράνε. Σκέφτηκε ότι ήταν εκπληκτική. Ανάδιδε ζωντάνια, χαρά, κέφι. Και όλα αυτά κατάφερνε χωρίς προσπάθεια να του τα μεταδίδει τόσο έντονα όσο καμιά ψηφιακή γνωριμία δεν είχε καταφέρει μέχρι τώρα.
Την αισθάνθηκε να κοντοστέκεται.
«Άκου!» τον πρότρεψε και σήκωσε το χέρι της για να του δείξει. Λίγο πιο πέρα, μπροστά από ένα στολισμένο δέντρο μια παιδική χορωδία τραγουδούσε μελωδικά με τη συνοδεία μιας μικρής, ιδιαίτερα κεφάτης μπάντας. Στάθηκαν για λίγο απολαμβάνοντας τους μαγευτικούς ήχους του “Sleigh Ride”. Συμφώνησαν ότι ήταν ένα από τα πιο ρυθμικά, χαρούμενα και … ανόητα χριστουγεννιάτικα τραγούδια καθώς έπαιρναν και πάλι το δρόμο για το καφέ.
Σε λίγο είχαν φτάσει. Μπαίνοντας, η Αλκμήνη τον πληροφόρησε ότι οι υπόλοιποι βρίσκονταν ήδη εκεί. Ένιωσε έκπληκτος. Ήταν στον παράδεισο; Ήρεμη, χαρούμενη μουσική, στολίδια παντού. Δεκάδες αρώματα πλανιούνταν στην ατμόσφαιρα, πλέκονταν μεταξύ τους και δημιουργούσαν μια πανδαισία από υπέροχες μυρωδιές. Φρέσκος καφές, βανίλια, τσάι, καραμέλα, πραλίνα, αχνιστές σοκολάτες έστηναν πανηγύρι με την όσφρησή του. Πριν το πολυκαταλάβει είχε παρασυρθεί σε ένα τραπέζι όπου κάθονταν δυο αγόρια και τρία κορίτσια, όλοι μάλλον συνομήλικοί του. Οι συστάσεις έγιναν στα γρήγορα για να αρχίσει αμέσως μετά η κουβέντα. Δε χρειάστηκε πολύ χρόνο προσαρμογής. Η παρέα ήταν άνετη και γρήγορα αισθάνθηκε και ο ίδιος χαλαρός. Μίλησαν για υπολογιστές, για βιβλία, για μουσική, αστειεύτηκαν, γέλασαν, γνωστοποίησαν τις επιθυμίες τους για τη νέα χρονιά. Είπαν πράγματα για την προσωπική ζωή τους που ποτέ δε θα άγγιζαν στις ολονύχτιες κουβέντες που έστηναν στο internet. Έδειχναν και μάλλον ένιωθαν άνετα. Εκμυστηρεύτηκαν τα όνειρά τους, σχολίασαν με χιούμορ τις συνήθειές τους, τους γονείς τους.
Μετά από πολύ καιρό ένιωθε ότι γνωρίζει πραγματικά κάποιους καινούριους φίλους. Κι αυτοί ήταν πραγματικοί φίλοι. Τους είχε μπροστά του, όχι μόνο τους άκουγε, μπορούσε να τους αγγίξει, τους ένιωθε κοντά του. Δίπλα του είχε ανθρώπους και περνούσε καλά. Πραγματικά καλά. Κατάλαβε ότι είχε πολλή ώρα να σκεφτεί τον υπολογιστή και το εκμυστηρεύτηκε δειλά στους άλλους. Κι εκείνοι το ίδιο. Όλοι ένιωθαν ότι δεν τους έλειπε. Μπορούσαν τελικά να μείνουν μακριά του.
Η ώρα πέρασε γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουν. Ένιωθε ανανεωμένος, χαρούμενος, γεμάτος. Ετοιμάστηκαν να φύγουν. Είχαν την άνεση για μια βόλτα πριν επιστρέψουν στα σπίτια τους. Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει. Τα πάντα ήταν κάτασπρα.
Η Αλκμήνη έφτιαξε μια χιονόμπαλα και του την πέταξε. Δεν άργησε να γίνει πανικός. Μέσα σε φωνές, γέλια, γλίστρες στον παγωμένο πεζόδρομο, θεαματικές πτώσεις -ευτυχώς όχι οδυνηρές- ο χιονοπόλεμος ξεκίνησε. Ένιωθε ζωντανός καθώς άφηναν πίσω τους την πολύβουη αγορά. Είχαν ιδρώσει, ένιωθαν κατάκοποι αλλά το κέφι τους παράμενε αμείωτο καθώς αποχαιρετούσαν όσους έφταναν ήδη στο σπίτι τους ανταλλάσσοντας τηλέφωνα και κανονίζοντας το ραντεβού της επόμενης μέρας. Αποδείχτηκε ότι η Αλκμήνη δεν έμενε πολύ μακριά του. Είχαν μείνει οι δυο τους. Η βλάβη που είχε προκαλέσει τη διακοπή του ρεύματος δεν είχε αποκατασταθεί ακόμα. Από τα παράθυρα των σπιτιών αχνόφεγγε φως κεριών.
Τον έπιασε πάλι από το χέρι -φοβόταν μη γλιστρήσει του είπε- και του χαμογέλασε καθώς προχωρούσαν στο δρόμο που φωτιζόταν μόνο από το φεγγάρι και τα αστέρια της κρύας νύχτας συνεχίζοντας την κουβέντα. Ένιωσε και πάλι το ίδιο ρίγος που είχε αισθανθεί στο βιβλιοπωλείο. Ήταν τόσο αληθινή, τόσο αυθόρμητη. Περπάτησαν λίγο ακόμα. Έφτασαν έξω από το σπίτι της. Συνειδητοποίησε ότι είχαν τόσα πολλά να πουν ακόμα. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Ό,τι αισθανόταν, ό,τι είχε αισθανθεί εκείνο το απόγευμα ήταν γι αυτόν πρωτόγνωρα συναρπαστικά.
Η φίλη του στάθηκε απέναντί του μπροστά στην εξώπορτα της αυλής του όμορφου σπιτιού.
«Πέρασα πολύ όμορφα σήμερα! Κι όπως κανονίσαμε, μην ξεχαστείς μπροστά στον υπολογιστή» του πέταξε πειραχτικά, «σε περιμένω αύριο το μεσημέρι. Και μετά τον κινηματογράφο θα βρούμε τους άλλους για καφέ».Ο ίδιος ήξερε ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να ξεχαστεί. Δεν έβλεπε τη στιγμή για να την ξαναδεί. Δε θα άλλαζε με τίποτα την παρέα της. Ψέλλιζε κάποια λόγια αποχαιρετισμού όταν, η Αλκμήνη, απρόσμενα, τον αγκάλιασε και τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο. Ένιωσε χιλιάδες βολτ να διαπερνούν το σώμα του. Είχε την αίσθηση ότι τα πάντα φωτίστηκαν ξαφνικά από αυτό το φιλί. Δεν είχε αντιληφτεί ότι την ίδια στιγμή είχε επανέλθει το ρεύμα. Έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει μαγεμένος. Αδύναμος να δώσει εντολή στα πόδια του να ξεκουνηθούν την άκουσε να του φωνάζει γελώντας:
«Εκεί θα περάσεις όλη τη νύχτα; Πήγαινε σπίτι σου πριν ξεπαγιάσεις. Δε θα είναι καθόλου ωραίο να περάσεις τις διακοπές κρεβατωμένος».Της χαμογέλασε.
«Ήθελα να σιγουρευτώ ότι δε θα γλιστρήσεις…» δικαιολογήθηκε και ξεκίνησε για τα τελευταία μέτρα που τον χώριζαν από το σπίτι του σφυρίζοντας γεμάτος κέφι το“Sleigh Ride”, το τραγούδι που είχαν ακούσει από τις παιδικές φωνές έξω από το βιβλιοπωλείο. Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει και πάλι πυκνό.
Όταν ανέβηκε στο δωμάτιό του οι γονείς του, που κάθονταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, κοιτάχτηκαν έκπληκτοι.

«Τι έπαθε αυτός;» ρώτησε ο μπαμπάς τη μητέρα του. «Είχα να τον δω τόσο κεφάτο πολύ καιρό. Περίμενα ότι θα είναι μέσα στα νεύρα και την κατήφεια. Ούτε κινητό ούτε υπολογιστή! Πίστευα ότι θα περνούσαμε δύσκολο βράδυ». Η μαμά απλώς χαμογέλασε όλο νόημα. Καταλάβαινε το γιο της πολύ καλά και ήξερε ότι τίποτα ανησυχητικό δε συνέβαινε.
Την ίδια στιγμή ο Νίκος είχε χαθεί στις σκέψεις του. Το αχνοκίτρινο φως της λάμπας δημιουργούσε γαλήνια ατμόσφαιρα στο ζεστό δωμάτιο προκαλώντας παιχνιδιάρικες σκιές. Η οθόνη του υπολογιστή απέναντί του παράμενε σκοτεινή. Είχε τόσα πολλά στο μυαλό του, μάλλον γιατί είχε ζήσει πολλά. Ήταν ευτυχισμένος. Αναρωτιόταν πόσα πράγματα είχε χάσει κολλημένος στον υπολογιστή. Είχε χρειαστεί μόνο ένα απόγευμα για να καταλάβει ότι τελικά, ο πραγματικός κόσμος ήταν καλύτερος, πιο όμορφος, πιο έντονος και σίγουρα πολύ πιο συναρπαστικός από τον ψηφιακό!
Μπροστά του απλώνονταν οι πολυήμερες χριστουγεννιάτικες διακοπές. Έπρεπε να αναθεωρήσει τα σχέδιά του. Έσβησε τη λάμπα, κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι του και χώθηκε κάτω από το χοντρό πάπλωμα. Έκλεισε τα μάτια του. Ήξερε ότι αυτά θα ήταν Αληθινά Χριστούγεννα!
Δημοσιεύτηκε στη Συλλογή Διηγημάτων
"Λαρισαίων Διηγήματα"