Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Οι λέξεις τελείωσαν…

Η ελληνική γλώσσα είναι από τις πιο πλούσιες του κόσμου. Αυτό λογικά σημαίνει ότι προσφέρει εναλλακτικές λύσεις τόσο σκέψης όσο και έκφρασης ακόμα και λεπτών διαφορών. Προσφέρει άπειρους συνδυασμούς σε εκείνον που διαθέτει φαντασία, δημιουργικότητα, καινοτομία. Κι αυτό, λογικά και πάλι, σημαίνει ότι, αν κάποιος επαναλαμβάνεται ανιαρά και αναμενόμενα, δυο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν. Το ένα είναι ότι αγνοεί την ελληνική γλώσσα, ότι είναι αγράμματος ή ακαλλιέργητος ή και τα δυο μαζί. Σημαίνει ότι είναι άνθρωπος μέτριων δυνατοτήτων ως προς τη σκέψη και τις επιλογές. Το δεύτερο είναι ότι μπορεί μεν να γνωρίζει την ελληνική αλλά δεν έχει και πολλά να πει, οπότε και επαναλαμβάνει την … επανάληψη. Το τρίτο, όσο κι αν το ψάχνω, αδυνατώ να το εντοπίσω κι αυτό συμβαίνει για έναν και μοναδικό λόγο. Συμβαίνει, γιατί «τρίτο» στη συγκεκριμένη περίπτωση απλώς δεν υπάρχει.
Αν στα παραπάνω έχω δίκιο, τότε ζήτω που καήκαμε. Να το πω ξεκάθαρα. Ποσώς με ενδιαφέρει αν οι παραπάνω αδυναμίες χαρακτηρίζουν τον συμπαθέστατο, κατά τα άλλα, τύπο που μαζεύει τα σκουπίδια της γειτονιάς, τον αξιοπρεπέστατο μετανάστη που σκάβει για να συνδεθεί ο απέναντι με το φυσικό αέριο ή τον ενοχλητικότατο παλιατζή που τριγυρνάει με το φορτηγάκι του ουρλιάζοντας μέσα από μιας άθλιας ποιότητας ντουντούκα. Η γλωσσική ανεπάρκεια αρκετών συνανθρώπων μας μπορεί να μου προκαλεί στενοχώρια αλλά καμιά αγωνία. Όταν, όμως, οι γλωσσικές αδυναμίες συνδέονται με τους πρωταγωνιστές της προεκλογικής περιόδου, τότε η κατάσταση γίνεται ανησυχητική.
Το ζήτημα, σε αυτή την περίπτωση, είναι ότι οι πολιτικοί δεν έχουν τίποτα καινούριο να πουν. Οι λέξεις τελείωσαν γι αυτούς. Κι επειδή οι λέξεις που χρησιμοποιεί κάποιος είναι ο καθρέφτης της ποιότητας του χαρακτήρα και της σκέψης του, καταλήγω σε πολύ αγωνιώδη συμπεράσματα. Αν οι επαναλαμβανόμενες ασυνάρτητες κοινοτοπίες που εκστομίζουν είναι αποτέλεσμα αγραμματοσύνης και υποκουλτούρας, σημαίνει ότι οι συγκεκριμένοι έχουν ελάχιστες δυνατότητες να οδηγήσουν τη χώρα σε έξοδο από την κρίση. Μπορεί να έχουν όλη την καλή διάθεση αλλά είναι ανεπαρκείς. Μέτρια γλωσσική κατάρτιση σημαίνει αδυναμία κατανόησης των πολύπλοκων εξελίξεων, δείχνει αδυναμία ανάλυσης των απαιτήσεων και σίγουρα δηλώνει αδυναμία συνεννόησης με τους δανειστές μας. Οι συγκεκριμένοι, αν αναρριχηθούν στην εξουσία, είναι αδύνατον να πείσουν για την ορθότητα των θέσεών μας και άρα να προωθήσουν τα συμφέροντά μας. Γι αυτό το λόγο, το μόνο που κάνουν είναι να καταφεύγουν στο ασφαλές γι αυτούς λιμάνι του λαϊκισμού.
Αν, από την άλλη, η κενότητα και ασυναρτησία του πολιτικού λόγου οφείλεται σε έλλειψη νέων ιδεών, δε χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Αν εκείνοι που διεκδικούν την ψήφο μας, έχουν στερέψει από απόψεις, από οράματα που να ανταποκρίνονται στα δεδομένα των καιρών, σημαίνει ότι είναι εξίσου ανεπαρκείς και επικίνδυνοι με τους προηγούμενους. Εύκολα καταλαβαίνει ο καθένας ότι οι πολιτικοί ήδη σκέφτηκαν όσα μπορούσαν να σκεφτούν, ήδη πρότειναν-υποσχέθηκαν όσα μπορούσαν να υποσχεθούν και μάλλον ήδη έπραξαν όσα μπορούσαν να πράξουν. Ο λαϊκισμός είναι και πάλι το καταφύγιο.
Οι πολιτικοί, με πολύ απλά λόγια, δε μας λένε κάτι καινούριο, γιατί, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αδυνατούν και να το σκεφτούν. Όσο κι αν το ψάχνουν, δεν έχουν εντοπίσει κάτι νέο. Όσο περισσότερο φωνάζουν τόσο πιο έντονα δηλώνουν τη μετριότητά τους απέναντι στην πραγματικότητα που οι ίδιοι -ή έστω άλλοι με τα ίδια όμως μυαλά- μας έχουν οδηγήσει. Ακόμα πιο απλά. Αφού ακούμε όσα έχουμε ξανακούσει άπειρες φορές, το ίδιο θα γίνει και με όσα θα γίνουν στο εξής, αν ο σοφός λαός αποφασίσει να στείλει στο Κοινοβούλιο όσους ήδη βρίσκονται σ’ αυτό. Το ίδιο θα συμβεί κι αν στείλει στη Βουλή άλλους που όμως, έχουν τα ίδια μυαλά.
Όσο πλησιάζει η ώρα των εκλογών ελπίζω σε ένα μόνο. Ελπίζω ότι έχουμε πια καταλάβει ότι όσα ακούμε, δεν τα ακούμε για πρώτη φορά. Ότι όσες φορές κι αν ειπωθούν τα ωραία λόγια δεν πρόκειται να αλλάξουν το παραμικρό. Η αλλαγή δε χρειάζεται λόγια αλλά ενέργειες. Όλα αυτά είναι ωραία λόγια αλλά τα ακούμε από τους πολιτικούς μας από τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή ακριβώς η επανάληψη τα έχει καταστήσει κενά όσο και μια σαπουνόφουσκα, βαρετά όσο και τα τηλεοπτικά σήριαλ. Κανέναν δεν ξεσηκώνουν παρά μόνο τους χρόνια ηλίθιους. Ελπίζω -με ελάχιστες πιθανότητες να συμβαίνει τελικά- ότι αυτοί είναι λίγοι.
«Οι λέξεις τελείωσαν για τους πολιτικούς». Ή μάλλον, τώρα που το καλοσκέφτομαι «οι ωραίες λέξεις τελείωσαν» γι αυτούς. Υπάρχουν, όμως, εκείνες που δεν ακούγονται τόσο όμορφα στα αφτιά μας, υπάρχουν εκείνες που λένε για θυσίες, που υπενθυμίζουν ότι πρέπει να φανούμε εντάξει στις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει, εκείνες που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις δυσκολίες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Υπάρχουν εκείνες που εκφράζουν ρεαλισμό. Και υπάρχουν και πολιτικοί που δε φοβούνται να τις χρησιμοποιήσουν, αλλά είναι ελάχιστοι. Αν καταφέρουμε να τους εντοπίσουμε -έστω την τελευταία στιγμή- και να τους στηρίξουμε, ίσως μπορούμε να ελπίζουμε. Οι λέξεις μπορεί να τελείωσαν αλλά τώρα, έτσι κι αλλιώς, είναι η ώρα της δράσης από μέρους μας και η ψήφος μας μπορεί να είναι πιο ηχηρή από χιλιάδες, κενές λέξεις. 
Καλή ψήφο!