Ημέρα εκλογών. Ξύπνησα στις μαύρες μου. Αισθανόμουν βαρύς. Κι όμως, χθες βράδυ έφαγα ελαφρά. Κάτι άλλο έφταιγε. Μάλλον οι εκλογές. Κάποιοι ελπίζουν σε αυτές. Εγώ όχι. Τέλος πάντων, οι άλλοι κάτι μπορεί να ξέρουν παραπάνω, ας μην τους θεωρήσω εξαρχής βλαμμένους. Το αποτέλεσμα θα κρίνει. Σκεφτόμουν ότι κάποια στιγμή έπρεπε να πάω να ψηφίσω. Το καθυστερούσα. Ούτε ο καφές στην ηλιόλουστη βεράντα, ανάμεσα στα φυτά μου, κατάφερε το παραμικρό. Ζήλευα όλους εκείνους που θα πήγαιναν μέσα στην τρελή χαρά να ασκήσουν το εκλογικό δικαίωμά τους. Εγώ δεν ένιωθα καμιά χαρά. Ένιωθα βάρος.
Σκέφτηκα να ασχοληθώ με τη δουλειά μου. Μπορεί να αισθανόμουν καλύτερα. Μια στοίβα γραπτών με περίμενε. Ίσως αν κατάφερνα να τη μετριάσω, μετρίαζα και την άρνησή μου. Τίποτα. Τα όσα διάβαζα με έκαναν ακόμη πιο χάλια. Συνήθως αυτό συμβαίνει. Διαβάστε μαθητικά δοκίμια και θα με καταλάβετε. Μάλλον επέτειναν την απαισιοδοξία μου. Η κατάρα μου είναι να βλέπω χειροπιαστά το μέλλον της χώρας μας μέσα από τα γραπτά και άρα το επίπεδο των αυριανών πολιτών. Ελπίδα καμιά. Τα εγκατέλειψα πιο άκεφος από ό,τι ξεκίνησα.
Σύρθηκα στο μπάνιο. Ούτε καν το καυτό νερό είχε την παραμικρή ευεργετική επίδραση. Συμμαζεύτηκα, πήρα την ταυτότητά μου και ξεκίνησα για το εκλογικό τμήμα. Δεν έβλεπα την παραμικρή ιερότητα σε αυτό που πήγαινα να κάνω. Έριξα μια ματιά στον υπολογιστή ψάχνοντας το εκλογικό τμήμα μου. Έφτασα σε αυτό χωρίς η διάθεσή μου να έχει αλλάξει στο παραμικρό. Ευτυχώς υπήρχαν ελάχιστοι εκεί. Δε θα αναγκαζόμουν να υποστώ ανόητες φλυαρίες για το μέλλον της χώρας. Μάλλον οι περισσότεροι είχαν ήδη ψηφίσει και κάπου θα περίμεναν την ελπίδα. Ψήφισα. Ένιωθα ακόμη χειρότερα.
Η κατάστασή μου μού θύμισε το Φίλιπ Μάρλοου, το διάσημο ντετέκτιβ του Raymond Chandler.
Αντιγράφω:
«Ένιωθα κούφιος και αδειανός σαν τα διαστήματα ανάμεσα στα άστρα. Όταν έφτασα σπίτι ετοίμασα ένα δυνατό ουίσκι και στάθηκα πλάι στο ανοιχτό παράθυρο του καθιστικού˙ ήπια μια γουλιά ακούγοντας τη φασαρία από την κίνηση στη λεωφόρο Λόρελ Κάνιον και χαζεύοντας το λαμποκόπημα της μεγάλης, αγριεμένης πόλης πάνω από τις καμπύλες των λόφων που διέσχιζε η λεωφόρος. Από μακριά ο στριγκός θρήνος των αστυνομικών ή πυροσβεστικών σειρήνων τη μια δυνάμωνε την άλλη αργοχανόταν, δίχως ποτέ να σταματάει για πολύ. Είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα κάποιος τρέχει να ξεφύγει, κάποιος άλλος τον κυνηγάει να τον πιάσει.
Εκεί έξω, στη νύχτα των χιλίων φονικών, κόσμος πέθαινε, σακατευόταν, κοβόταν από σπασμένα γυαλιά, σκοτωνόταν με το αυτοκίνητο, τον πατούσαν τα βαριά λάστιχα κάποιου φορτηγού. Κόσμος έτρωγε ξύλο, ληστευόταν, στραγγαλιζόταν, βιαζόταν και δολοφονούνταν. Κόσμος πεινούσε, αρρώσταινε, έπληττε, έπεφτε σε απόγνωση από τη μοναξιά, τις τύψεις ή τον φόβο, κόσμος σκληρός, φουριόζος, αράθυμος, παραδομένος σε λυγμούς. Μια πόλη όχι χειρότερη από άλλες, μια πόλη πλούσια, γεμάτη σφρίγος και περηφάνια, μια πόλη παραπλανημένη και συντριμμένη και κενή.
Τα πάντα εξαρτώνται από ποια σκοπιά τα βλέπεις και πόσο μπροστά είσαι στη βαθμολογία. Εγώ δεν είχα ούτε έναν πόντο. Δεν μ’ έμελλε.
Αποτέλειωσα το ποτό μου και πήγα για ύπνο.».
Raymond Chandler, “Ο μεγάλος αποχαιρετισμός”
Ήταν αδιανόητο. Με βαριά βήματα έφτασα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το σπίτι. Δεν το άντεχα. Κάπου πρέπει να υπήρχε μια αχτίδα φωτός. Κάπου πρέπει να υπήρχε κάποια ελπίδα και για μένα κι εγώ απλώς έπρεπε να τη βρω... Κάπου έκανα κάτι λάθος.
Και ναι. Τελικά αυτό ήταν. Το βρήκα. Η λύση έλαμψε σαν την πρώτη ακτίνα του ήλιου ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Το λάθος ήταν ολωσδιόλου δικό μου. Το προεκλογικό κλίμα με είχε αποπροσανατολίσει. Είχα πειστεί σαν τον κάθε πανηλίθιο ότι την ελπίδα στη φέρνουν άλλοι. Κάτι σαν delivery. Λάθος μεγαλειώδες! Την ελπίδα τη δημιουργεί ο καθένας και πιθανότατα δεν το κάνει με την ψήφο του. Τουλάχιστον όχι μόνο με αυτήν. Το κάνει αλλιώς και το κάνει καθημερινά και αδιάλειπτα. Έπρεπε να πάρω τα πράγματα στα χέρια μου. Ήταν βλακώδες να περιμένω από τους άλλους. Ήταν χάσιμο χρόνου.
Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου, δίπλα σε ένα πρακτορείο ΟΠΑΠ και μπήκα. Συμπλήρωσα κάποιες στήλες σε ένα δελτίο Τζόκερ και το κατέθεσα. Ο πράκτορας με ενημέρωσε ότι είχε Τζακ Ποτ. Πήρα το απόκομμα. Ένιωθα ανακούφιση. Επιτέλους, το βάρος είχε φύγει από πάνω μου. Τώρα ναι, μπορώ κι εγώ να ελπίζω. Μπορώ να περιμένω την ελπίδα να έρθει. Είμαι έτοιμος.
*Ο κ. Ζάχος πιστεύει ότι ένα Τζόκερ θα μας σώσει.
Και το πιστεύει πολύ.